- πεντασέλιδος
- -η, -ο(για έντυπο) αυτός που αποτελείται από πέντε σελίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + σελίδα (πρβλ. εξα-σέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θ. Λιβαδά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek